- θελημός
- θελημός, -όν (Α) [θέλω]1. αυτός που θέλει, αυτός που δέχεται, ο πρόθυμος2. ωραίος, θελκτικός («θελημόν ἄλσος», Βακχυλ.)3. (κατά τον Φώτ.) «θελημόςἀντὶ τοῦ ἥσυχος».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θελημός — willing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελημόν — θελημός willing masc/fem acc sg θελημός willing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελημοί — θελημός willing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελημά — θελημός willing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek